- ιεροφάντης
- Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος γνώριζε όλα τα σχετικά με τη θρησκεία ζητήματα. Ήταν ο ιερατικός άρχοντας στη λατρεία των Ελευσίνιων μυστηρίων και ανήκε πάντα στο γένος των Ευμολπιδών.
* * *ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων. τ. ἱροφάντης, θηλ. ἱεροφάντις και ἱεροφάντρια)νεοελλ.μτφ. βαθύς μύστης κάποιας επιστήμης ή τέχνης, την οποία ασκεί ευσυνείδητα σαν ιεροτελεστία (α. «ιεροφάντης τής ιατρικής» β. «ιεροφάντης τής τέχνης»)αρχ.1. αυτός που διδάσκει την τάξη τών θυσιών και τής λατρείας (α. «ἱεροφάντηςμυσταγωγός, ὁ ἱερεύς ὁ τὰ μυστήρια δεικνύων», Ησύχ.β. «ἱεροφάνται τῶν χθονίων θεῶν», Ηρόδ.)2. ανώτατος ιερατικός άρχοντας τής λατρείας τής Δήμητρας και τής Κόρης στην Ελευσίνα3. επιγρ. ένας θρησκευτικός άρχοντας στην Αθήνα4. (στη Ρώμη) α) ο αρχιερέας (pontifex)β) ο μέγας αρχιερέας (pontifex maximus)5. ο αρχιερέας τών Εβραίων6. (για τους χριστιανούς) ο ιερέας7. μυστικός εξηγητής, ερμηνευτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + -φαντης (< φαίνω)πρβλ. συκο-φάντης, υδρο-φάντης].
Dictionary of Greek. 2013.